- σταυρόλεξο(ν)
- το кроссворд;
λύνω σταυρόλεξο(ν) — решать кроссворд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λύνω σταυρόλεξο(ν) — решать кроссворд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταυρόλεξο — το είδος πνευματικού παιχνιδιού: Δεν μπόρεσε να λύσει το σταυρόλεξο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταυρόλεξο — Είδος πνευματικής άσκησης των νεώτερων χρόνων. Τα πρώτα σ., επινόηση ενός Άγγλου, διαδόθηκαν πολύ στις ΗΠΑ και από κει στον υπόλοιπο κόσμο. Σ’ ένα σχήμα συνήθως τετράγωνο αλλά συχνά και άλλου γεωμετρικού σχήματος, περιέχονται λευκά και μαύρα… … Dictionary of Greek
Cypriot presidential election, 2008 — Cyprus This article is part of the series: Politics and government of Cyprus Constitution Cyprus dispute … Wikipedia
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek